Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυχειμωνιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυχειμωνιά η [variximoá] Ο24 : 1. χειμώνας με πολύ και μεγάλης διάρκειας κρύο: H φετινή ~ πάγωσε τις σοδιές. 2. (μτφ.) τα γηρατειά, τα άσπρα μαλλιά: Γλέντα τη ζωή σου, πριν να ΄ρθει η ~.

[μσν. βαρυχειμωνία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < βαρυ- + χειμών(ας) -ία > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
βαρυχειμωνία η.
  • Βαρύς χειμώνας:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 957).

[<επίθ. βαρύς + ουσ. χειμώνας. Τ. ιά σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες