Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρυστομαχιά η [varistomaxá] Ο24 : αίσθηση βάρους, δυσφορία, ενόχληση στο στομάχι από δυσπεψία ή υπερβολική κατανάλωση τροφής· βαρυστομάχιασμα: Ήπια σόδα για να μου περάσει η ~.
[βαρυστόμαχ(ος < βαρυ- + στομάχ(ι) -ος) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρυστομαχιάζω [varistomaxázo] Ρ2.1α μππ. βαρυστομαχιασμένος : νιώθω βάρος, δυσφορία, ενόχληση στο στομάχι από δυσπεψία ή υπερβολική κατανάλωση τροφής: Έφαγα πολύ και βαρυστομάχιασα. Σηκώθηκα από το τραπέζι βαρυστομαχιασμένος.
[βαρυστομαχ(ιά) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρυστομάχιασμα το [varistomáxazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του βαρυστομαχιάζω· βαρυστομαχιά.
[βαρυστομαχιασ- (βαρυστομαχιάζω) -μα]