Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρυπενθώ [varipenθó] Ρ10.9α : έχω βαρύ πένθος.
[λόγ. < μσν. βαρυπενθώ < βαρύ(ς) + πένθο(ς) -ώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρυπενθών -ούσα -ούν [varipenθón] Ε12β : (λόγ.) που έχει βαρύ πένθος. || (ειρ.) για κπ. που προσποιείται ότι πενθεί βαριά: Bαρυπενθούσα χήρα. Bαρυπενθούντες συγγενείς.
[λόγ. < μσν. βαρυπενθών μεε. του ρ. βαρυπενθώ]