Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυθυμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαρυθυμώ.
  • Οργίζομαι, αγανακτώ:
    • (Τρωικά 52823).

[μτγν. βαρυθυμέω. Λ. ίζω σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες