Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυθυμία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυθυμία η [variθimía] Ο25 : δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, δυσφορία, κακοκεφιά· δυσθυμία.

[λόγ. επίδρ. στο βαρυθυμιά < αρχ. βαρυθυμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες