Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυγκόμια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυγκόμια η [variŋgómna] Ο25α : (οικ.) 1. δυσφορία, δυσανασχέτηση. 2. παράπονο απέναντι σε κπ.

[βαρυγκομ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες