Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυγκομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρυγκομώ [variŋgomó] & -άω Ρ10.1α μππ. βαρυγκομισμένος : (οικ.) 1. δυσφορώ, δυσανασχετώ: Kάνε υπομονή και μη βαρυγκομάς. 2. αγανακτώ, οργίζομαι με κπ. ή με κτ.

[μσν. βαρυγνωμώ < βαρύγνωμ(ος) -ώ < βαρυ- + γνώμ(η) -ος (η αλλ. [γ > g] ίσως από ενδιάμεση αντιμετάθ. [γn > ŋγ] και τροπή [ŋγ > ŋg] ) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες