Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρυγγώμια η· βαργωμία.
-
- Δυσφορία, δυσαρέσκεια:
- να τους υπακούουσι χωρίς βαργωμίαν (Χριστ. διδασκ. 137).
[<βαρυγγωμώ + κατάλ. ‑ια. Η λ. και τ. βαργώμια και σήμ. ιδιωμ.]
- Δυσφορία, δυσαρέσκεια: