Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρομετρικός -ή -ό [varometrikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται σε βαρόμετρο: Bαρομετρική στήλη / ένδειξη. ~ θάλαμος. 2. (μετεωρ.) που προσδιορίζεται, μετριέται από βαρόμετρο: Bαρομετρική πίεση, η ατμοσφαιρική. Bαρομετρικό υψηλό / μέγιστο / ελάχιστο. Bαρομετρικό χαμηλό, ο αντικυκλώνας.
[λόγ. < γαλλ. barométrique < baromètr(e) = βαρόμετρ(ον) -ique = -ικός]