Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριετέ το [varjeté] Ο (άκλ.) : α. θέαμα με ποικιλία παραστάσεων (χορό, τραγούδι, ακροβατικά, ταχυδακτυλουργίες κ.ά.): Ήρθε στην πόλη μας ένας θίασος ~. β. θίασος ή επιχείρηση βαριετέ: Tραγουδούσε σε ~. Tα ~ άνθισαν στη δεκαετία του ΄40 και του ΄50.
[λόγ. < γαλλ. πληθ. (les) variétés, που θεωρήθηκε εν.]