Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριεστίζω [varjestízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) βαριεστώ.
[< βαζγεστίζω με τροπή [z > r] από επίδρ. του ρ. βαριέμαι < τουρκ. vazgeçt(im) αόρ. του vazgeçmek `παρατώ, αφήνω΄ -ίζω]