Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριανασαίνω [varjanaséno] Ρ7.2α : ανασαίνω βαριά λόγω κούρασης, αναπνευστικής δυσκολίας κτλ.: Aνέβαινε τον ανήφορο βαριανασαίνοντας.
[βαρι(ο)- + ανασαίνω]