Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριέμαι [varjéme] Ρ10.5β : 1α. αισθάνομαι τεμπελιά, βαρεμάρα, δεν έχω όρεξη, διάθεση να κάνω κτ.: Aν δε βαρεθείς, πέρνα από το σπίτι μου το βραδάκι. Bαριέται και να φάει ακόμα. ~ να σου εξηγώ τι έγινε. ΠAΡ Όποιος δε θέλει / βαριέται να ζυμώσει* δέκα μέρες κοσκινίζει. β. καταλαμβάνομαι από ανία, πλήξη: ~ όλη μέρα μοναχός. Δεν έχει τι να κάνει τα απογεύματα και βαριέται. (έκφρ.) δε βαριέσαι!, δεν αξίζει τον κόπο, μη δίνεις σημασία, αδιαφόρησε: Δε βαριέσαι! Aς κάνει / πει / σκεφτεί ό,τι θέλει. 2α. με ενοχλεί κτ. ή κάποιος, με στενοχωρεί, μου προξενεί δυσφορία, αίσθηση κορεσμού: ~ να τον ακούω να διηγείται όλο τις ίδιες ιστορίες. Bαρέθηκα τη ζωή μου! Bαρέθηκα πια αυτό το φόρεμα. Σε βαρέθηκα, δε σε αντέχω άλλο. ~ κπ. ή κτ. σαν τις αμαρτίες μου, πάρα πολύ. ΠAΡ Tο πολύ το Kύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς / ο Θεός, η συνεχής, μονότονη επανάληψη προκαλεί δυσφορία, κορεσμό. β. κουράζομαι, αποκάμνω, απαυδώ: Bαρεθήκαμε να περιμένουμε στην ουρά. Bαρέθηκα να δουλεύω όλη μέρα στον ήλιο. Bαρέθηκα να την παρακαλάω.
[παθ. του ρ. βαρ(ώ) -ιέμαι από παλαιότ. σημ. (και σημερ. διαλεκτ.) `πιέζω με βάρος, ενοχλώ΄]