Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριά η [varjá] Ο24 : μεγάλο και βαρύ σφυρί.
[μσν. βαρέα (στη νεότ. σημ.), με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. βαρεῖα θηλ. του επιθ. βαρύς]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρία, βαριά, επιρρ.,
- βλ. βαρέα (I).
[Λεξικό Κριαρά]
- βαριά η,
- βλ. βαρέα (II).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριακούω [varjakúo] Ρ (βλ. ακούω) : δεν ακούω καλά, είμαι βαρήκοος.
[βαρι(ο)- + ακούω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαριακούω· βαρακούω.
-
- Δεν ακούω καλά:
- κουφός είναι οπού παντελώς δεν ακούει, όχι εκείνος οπού βαρακούει (Νομοκριτ. 100 (έκδ. βαρε‑).)>
[<επίρρ. βαριά + ακούω. Τ. βαρυκούω στο Somav. (λ. βαρυκούγω). Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Δεν ακούω καλά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριανασαίνω [varjanaséno] Ρ7.2α : ανασαίνω βαριά λόγω κούρασης, αναπνευστικής δυσκολίας κτλ.: Aνέβαινε τον ανήφορο βαριανασαίνοντας.
[βαρι(ο)- + ανασαίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριαναστενάζω [varjanastenázo] Ρ2.2α : (οικ.) αναστενάζω βαριά, με καημό.
[μσν. βαριαναστενάζω < βαρι(ο)- + αναστενάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαριαναστενάζω· βαραναστενάζω· βαρυναστενάζω.
-
- Αναστενάζω βαθιά:
- (Φορτουν. Β´ 123).
[<επίρρ. βαριά + αναστενάζω. Η λ. στο Somav. (βαρυα‑) και σήμ.]
- Αναστενάζω βαθιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαριαναστένω.
-
- Αναστενάζω βαθιά:
- (Κορων., Μπούας 41).
[<επίρρ. βαριά + αρχ. αναστένω]
- Αναστενάζω βαθιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαριαρρωσταίνω [varjarosténo] Ρ (βλ. αρρωσταίνω) : αρρωσταίνω βαριά, σοβαρά.
[βαρι(ο)- + αρρωσταίνω]