Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαρετός, επίθ.
-
- 1) Που έχει βάρος, βαρύς:
- μικρόν πράμαν … πολλά βαρετόν (Μαχ. 3236).
- 2) Σοβαρός, σημαντικός:
- ζητήματα … βαρετά (Μαχ. 36830).
- 3)
- α) Που προξενεί ενόχληση:
- ήτον πολλά βαρετά εις αυτόν μου να γράψω (Μαχ. 62018)·
- β) ανυπόφορος:
- θάνατον βαρετόν (Πιστ. βοσκ. III 6, 12)·
- γ) καταθλιπτικός:
- στέκονται (ενν. τα βουνά των Αγράφων) βαρετά και άγρια (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 21622).
- α) Που προξενεί ενόχληση:
- 4) Δυσάρεστος:
- πολλά του εφάνη βαρετόν, εθλίβη το μεγάλως (Χρον. Μορ. H 3252).
[<βαραίνω. Η λ. το 10. αι. (LBG) και σήμ.]
- 1) Που έχει βάρος, βαρύς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρετός -ή -ό [varetós] Ε1 : που προκαλεί πλήξη, ανία ή και ενόχληση: Mη γίνεσαι ~. Tο φιλμ μού φάνηκε βαρετό. Kάνει ζωή βαρετή και πληκτική.
βαρετά ΕΠIΡΡ: Περάσαμε πολύ ~. [μσν. βαρετός < βαραί(νω) -τός (ορθογρ. απλοπ.)]