Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρελότο το [varelóto] Ο39 : μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που, κατάλληλα συσκευασμένη, εκρήγνυται με πρόσκρουση και που χρησιμοποιείται σε γιορτές και σε στιγμές χαράς, ενθουσιασμού· κροτίδα: Οι φίλαθλοι υποδέχτηκαν την ομάδα τους με ιαχές και με βαρελότα. H αστυνομία απαγόρευσε τα βαρελότα στην Aνάσταση για λόγους ασφαλείας.
[ίσως ιταλ. barilotto `μικρό και χοντρό βαρέλι΄ ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )]