Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρβατίλα η [varvatíla] Ο25α : δυσοσμία αρσενικών ζώων (κυρ. τράγων) σε περίοδο οργασμού. || (επέκτ.) δυσοσμία (κυρ. του ιδρώτα) του ανδρικού σώματος.
[βαρβάτ(ος) -ίλα]