Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρβαρότητα η [varvarótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του βάρβαρου: Ο κατακτητής έδειξε όλη του τη ~. 2. (συνήθ. πληθ.) βάρβαρη ενέργεια, πράξη: Οι οπαδοί της ηττημένης ομάδας εκτράπηκαν σε βαρβαρότητες εναντίον των αντιπάλων. Σε κάθε πόλεμο διαπράττονται απίστευτες βαρβαρότητες.
[λόγ. < ελνστ. βαρβαρότης, αιτ. -ητα]