Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρβαρία
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βαρβαρία η.
  • Απαιδευσία:
    • από την βαρβαρίαν τους και χοντροσύνη π’ έχουν (Γκίνου, Στ. 3).

[<επίθ. βάρβαρος + κατάλ. ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες