Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρβάτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βαρβάτος, επίθ.
  • Που δεν είναι ευνουχισμένος:
    • (Χειλά, Χρον. 356).
  • Το ουδ. ως ουσ. = τράγος:
    • (Πεντ. Δευτ. XXXII 14).

[μτγν. επίθ. βαρβάτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρβάτος -η -ο [varvátos] Ε3 : 1. (για αρσ. ζώο) που δεν είναι ευνουχισμένος: Bαρβάτο άλογο. ~ ταύρος. || (μτφ.): ~ άντρας, εύρωστος, στιβαρός· νταβραντισμένος. 2. που έχει ιδιαίτερες ικανότητες, γνώσεις, που ξεχωρίζει σε κάποιο επάγγελμα, τέχνη, επιστήμη: ~ δικηγόρος / επιστήμονας / επιχειρηματίας. 3. για να δηλώσουμε μεγάλο μέγεθος, ένταση κ.ά.: Bαρβάτη περιουσία, μεγάλη, τρανταχτή. ~ καβγάς, ζωηρός, δυνατός. Δίνω εξετάσεις σ΄ ένα βαρβάτο μάθημα, που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, δύσκολο. Bαρβάτη δουλειά / επιχείρηση, πολύ αποδοτική.

[ελνστ. βαρβᾶτος < λατ. barbatus `που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες