Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαραίνω [varéno] Ρ7.4α : 1. πιέζω κπ. ή κτ. με το βάρος μου: Tον βάραινε το φορτίο που κουβαλούσε. Mε βαραίνουν αυτά τα ρούχα, θα τα βγάλω. 2. (μτφ.) α. κουράζω, καταπονώ, στενοχωρώ: Mη βαραίνεις το στομάχι σου με πολύ φαΐ. Bαραίνουν την ψυχή του / τη συνείδησή του πολλές αμαρτίες / τύψεις / εγκληματικές πράξεις. β. καταλογίζω, αποδίδω σε κπ. κτ.: Οι ευθύνες / τα λάθη / τα σφάλματα βαραίνουν αποκλειστικά τους υπευθύνους. 3α. αποκτώ βάρος, γίνομαι βαρύτερος: Bάρυνα πολύ και δεν μπορώ να τρέξω. Bάρυνε το μωρό, ασήκωτο έγινε. β. (μτφ.) γίνομαι βαρύς, δυσάρεστος: H ατμόσφαιρα βάρυνε με τη συζήτηση / με την παρουσία του. 4α. γίνομαι αισθητός ως βαρύς, νιώθω άσχημα, είμαι κακοδιάθετος, δυσφορώ: Tο δεξί μου πόδι άρχισε να βαραίνει. Bάρυνε η καρδιά μου / η ψυχή μου. Ήπια πολύ και βάρυνε το κεφάλι μου. Έφαγα βιαστικά και βάρυνα / βάρυνε το στομάχι μου. β. νιώθω βαρύς (λόγω ηλικίας, αρρώστιας, κούρασης κτλ.): Γέρασε και βάρυνε. Mε βαραίνουν τα γόνατά μου. 5. κλίνω, γέρνω από το βάρος: H ζυγαριά βαραίνει δεξιά. Tα κλαδιά βαραίνουν από τους καρπούς. || (επέκτ.): Tα μάτια μου βάρυναν από τη νύστα. 6. (μτφ.) για κτ. που έχει ιδιαίτερη σημασία, σπουδαιότητα, που παίζει αποφασιστικό ρόλο, είναι υπολογίσιμο: Στην κρίση του δικαστή βαραίνει το παρελθόν του κατηγορουμένου. H γνώμη των ειδικών βαραίνει πολύ στις αποφάσεις. Mέσα στην ιστορική εξέλιξη μερικά γεγονότα βαραίνουν καθοριστικά.
[μσν. βαραίνω < αρχ. βαρ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαραίνω.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Αμτβ.
- 1)
- α) Γίνομαι βαρύς:
- τ’ αλαφρά βαρύνασι (Ερωτόκρ. Δ´ 678)·
- (μεταφ.):
- ας βαρύνει η δούλεψη ιπί τους ανθρώπους (Πεντ. Έξ. V 9)·
- β) έχω βάρος:
- Ώφου, κορμί, … μα πώς βαραίνεις; (Ζήν. Ε´ 273)·
- γ) (ενεργ. και μέσ. μεταφ.) δυσανασχετώ, στενοχωρούμαι, βαρυγγωμώ, αγανακτώ:
- Παρηγοριού σα γνωστική, τίποτα μη βαραίνεις (Θυσ. 165· Ιστ. Βλαχ. 1962).
- α) Γίνομαι βαρύς:
- 2) Γίνομαι βαρύς:
- τα μάτια … εβάρυναν από γεροσύνη (Πεντ. Γέν. XLVIII 10).
- 3) (Μεταφ.) σκληρύνομαι:
- εβάρυνεν η καρδιά του Φαρό (Πεντ. Έξ. IX 7).
- 1)
- Β´ Μτβ.
- 1)
- α) Πιέζω κάπ. με το βάρος μου:
- χέρια που σας ετύχαινε σκήπτρο να σας βαραίνει (Ερωφ. Ε´ 469)·
- (μεταφ.):
- ύπνος δεν τη βαραίνει (Ερωτόκρ. Γ´ 568)·
- β) προκαλώ αίσθημα βάρους, στενοχωρώ:
- Τα πάθη … βαραίνου τη ζωή (Ροδολ. Β´ 409)·
- βαραίνεις το Θεό και χάρη δε μας έχει (Θυσ. 393)·
- γ) κατηγορώ, ελέγχω:
- πολλά εβάρυνεν τους αφέντες της Κύπρου εις το κουμούνιν (Μαχ. 1307)·
- δ) αγανακτώ εναντίον κάπ.:
- Εβάραινε στο ριζικό και στην πρικιά της μοίρα (Ερωτόκρ. Δ´ 734).
- α) Πιέζω κάπ. με το βάρος μου:
- 2) (Προκ. για φόρους) επιβαρύνω κάπ.:
- τον κοινόν λαόν εβάρυνε διά δόσεως χρημάτων (Έκθ. χρον. 6821).
- 3) (Μεταφ.) σκληρύνω:
- ο Φαρό … εβάρυνε την καρδιά του (Πεντ. Έξ. VIII 11).
- 1)
- Α´ Αμτβ.
- II. (Μέσ.) στεναχωρούμαι:
- Μηδέν βαραίνεσαι ποτέ, μηδέν λιγοθυμήσεις (Ριμ. Απολλων. [1863]).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
- 1) Φορτωμένος:
- αναστενάγματα ήτονε βαρεμένοι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 26224).
- 2) Στενοχωρημένος:
- πολλά είσαι βαρεμένη (Γλυκά, Στ. 304).
- 3) Οχληρός:
- βαρεμένους λογισμούς (Πανώρ. Πρόλ. θεάς 35).
- 1) Φορτωμένος:
[<βαρύνω. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.