Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρίδιο το [varíδio] Ο40 & βαρίδι το [varíδi] Ο44 : 1. μικρό βάρος από μολύβι, που χρησιμοποιείται σε αλιευτικά όργανα (δίχτυα, πετονιές κ.ά.). || καθετί που θυμίζει, που μοιάζει με βαρίδιο: Aισθάνομαι τα πόδια μου σαν βαρίδια. 2. κινητό αντίβαρο ζυγαριάς ή κανταριού. 3. η στάθμη των οικοδόμων. 4. βάρος που κρέμεται από το στήμονα του αργαλειού, για να τον κρατάει τεντωμένο. || (γενικότ.) κάθε αντικείμενο συνήθ. εξαρτημένο και αιωρούμενο, που χρησιμεύει ως βάρος, αντίβαρο: Xρησιμοποίησα μια πέτρα για ~.
[-ι: μσν. βαρίδ(ιον) -ι, υποκορ. του αρχ. βάρ(ος) -ίδιον· -ιο: λόγ. επίδρ. στο βαρίδι]