Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαράκι το.
-
- Λεπτό φύλλο χρυσού ή ασημιού:
- τα πλούτη επήρανε, ασήμι και βαράκι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 37521).
[<τουρκ. varak. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ.]
- Λεπτό φύλλο χρυσού ή ασημιού: