Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαπτιστής ο [vaptistís] Ο7 : (εκκλ.) οπαδός προτεσταντικών ομολογιών που αρνούνται το βάπτισμα κατά τη νηπιακή ηλικία.
[λόγ. < αγγλ. baptist (στη νέα σημ.) < γαλλ. baptiste < υστλατ. baptista < ελνστ. βαπτιστής `ιερέας που βαφτίζει΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαπτιστής ο.
-
- Αυτός που βαφτίζει κάπ.·
- (ως προσωνυμία του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου):
- τον βαπτιστήν Κυρίου (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1420])·
- (με παράλ. του ονόματος):
- εμιμείτο … τον Βαπτιστήν εις την πολιτείαν (Χίκα, Μονωδ. 82).
- (ως προσωνυμία του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου):
[μτγν. ουσ. βαπτιστής. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που βαφτίζει κάπ.·