Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαποριζατέρ το [vaporizatér] Ο (άκλ.) : μικρή συσκευή ψεκασμού, κυρίως για αρώματα. || ο αντίστοιχος μηχανισμός ψεκασμού.
[λόγ. < γαλλ. vapo risateur]