Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βανίλια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βανίλια η [vaníla] Ο25α : 1α. το φυτό και ο ομώνυμος καρπός που χρησιμοποιείται κυρίως στη ζαχαροπλαστική. β. αρωματική ουσία που εξάγεται από το παραπάνω φυτό ή που παρασκευάζεται χημικά: Άρωμα βανίλιας. 2α. γλυκό κουταλιού με μαστίχα Xίου και άρωμα βανίλιας· υποβρύχιο2: Γκαρσόν, φέρε μου μια ~. β. διάφορα γλυκίσματα ή ποτά που περιέχουν άρωμα βανίλιας: Γλυκό / παγωτό ~.

[ιταλ. vaniglia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες