Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαμβακοφυτεία η [vamvakofitía] Ο25 : μεγάλη έκταση γης, όπου καλλιεργείται συστηματικά βαμβάκι.
[λόγ. βαμβακο- + φυτεία μτφρδ. γαλλ. plantage de coton ή αγγλ. cotton plantation]