Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλτότοπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλτότοπος ο [valtótopos] Ο20 & βαλτοτόπι το [valtotópi] Ο44 : τόπος με αβαθή και στάσιμα νερά, με έλη.

[βάλτ(ος) -ο- + -τοπος· βάλτ(ος) -ο- τόπ(ος) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες