Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλσαμώνω [valsamóno] -ομαι Ρ1 : με ορισμένη τεχνική εμποδίζω τη σήψη, συντηρώ νεκρά σώματα ανθρώπων και κυρίως ζώων και πουλιών· (πρβ. ταριχεύω): Bαλσαμώνει πουλιά και τα πουλάει. Bαλσαμωμένα ζώα / πουλιά.
[βάλσαμ(ο) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαλσαμώνω· μπαλσαμώνω.
-
- Ταριχεύω:
- κορμί … μπαλσαμωμένο (Χρον. σουλτ. 13113).
[<ουσ. βάλσαμον + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Ταριχεύω: