Παράλληλη αναζήτηση
14 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαλς το [váls] Ο (άκλ.) : 1. ευρωπαϊκός χορός που χορεύεται από ζευγάρια: Πέρασε πια η εποχή που χορευόταν το ~. Bιεννέζικο ~. 2. μουσικό κομμάτι που στο ρυθμό του χορεύεται ο ομώνυμος χορός: H ορχήστρα παίζει ένα γρήγορο ~.
βαλσάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. valse από τα γερμ.]
- βαλσαμέλαιον το· βαλσαμόλαιον.
-
- (Πιθ.) είδος φαρμακευτικού ελαίου από βάλσαμο:
- θες εν τοις μυκτήρσιν αυτού βαλσαμέλαιον (Ιερακοσ. 4022).
[μτγν. ουσ. βαλσαμέλαιον (DGE)· βλ. και LBG]
- (Πιθ.) είδος φαρμακευτικού ελαίου από βάλσαμο:
- βαλσαμιάζω· παλσαμιάζω· παρτσαμιάζω.
-
- Βαλσαμώνω, ταριχεύω:
- (Βουστρ. 1529), (Βουστρ. B 1537‑8).
[<ουσ. βάλσαμον + κατάλ. ‑ιάζω ή <μεσν. λατ. (im)balsamare (Du Cange, Lat.) - παλαιότ. γαλλ. balsamer (D’ Hauterive)· πβ. λ. ‑ίζω (10. αι., LBG). Για τους τ. πβ. μτγν. ουσ. πάλσαμον (DGE, λ. β‑), λ. μπάλσαμο(ς) (βλ. βάλσαμον ‑ος) και μπάρτσαμο(ς) (ΙΛ, λ. βάλσαμο)]
- Βαλσαμώνω, ταριχεύω:
- βάλσαμο το [válsamo] Ο41 : 1. αρωματικές ουσίες που παράγονται από φυτά ή με χημικές μείξεις και χρησιμοποιούνται: α. στη φαρμακευτική· φάρμακο (παυσίπονο). β. στην αρωματοποιία· άρωμα. 2. γενική ονομασία φυτών που παράγουν αρωματικές ουσίες. 3. (μτφ.) για καθετί που ευχαριστεί τις αισθήσεις ή ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη: ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. Tα καλά σου λόγια είναι ~ στη θλιμμένη μου ψυχή.
[λόγ. < αρχ. βάλσαμον]
- βαλσαμόλαιον το,
- βλ. βαλσαμέλαιον.
- βάλσαμον το· βάρσαμο· μπάλσαμο.
-
- 1) Βαλσαμόδεντρο:
- εβλάστησε βοτάνη, το βάλσαμον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2142).
- 2) Η αρωματική ρητίνη του παραπάνω φυτού, φάρμακο για τα τραύματα και τους κωλικούς:
- (Ιερακοσ. 43415), (Πανώρ. Β´ 206).
- 3) (Γενικά) αρωματικό φυτό:
- βασιλικά στην στράταν σου, βάρσαμα στην οδόν σου (Ερωτοπ. 361).
[αρχ. ουσ. βάλσαμον. Ο τ. μπά‑ και η λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1) Βαλσαμόδεντρο:
- βάλσαμος ο· βάρσαμος.
-
- 1) Βαλσαμόδεντρο:
- εφέρασιν τον βάρσαμον εκ της Αιγύπτου (Διγ. Esc. 1640).
- 2) (Γενικά) αρωματικό φυτό:
- Ο βρόμος της, της φυλακής, … ψύγει τους βαρσάμους (Σαχλ., Αφήγ. 458).
[<ουσ. βάλσαμον. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Βαλσαμόδεντρο:
- βαλσάμωμα το [valsámoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαλσαμώνω· βαλσάμωση· (πρβ. ταρίχευση).
[βαλσαμώ(νω) -μα]
- βαλσαμώνω [valsamóno] -ομαι Ρ1 : με ορισμένη τεχνική εμποδίζω τη σήψη, συντηρώ νεκρά σώματα ανθρώπων και κυρίως ζώων και πουλιών· (πρβ. ταριχεύω): Bαλσαμώνει πουλιά και τα πουλάει. Bαλσαμωμένα ζώα / πουλιά.
[βάλσαμ(ο) -ώνω]
- βαλσαμώνω· μπαλσαμώνω.
-
- Ταριχεύω:
- κορμί … μπαλσαμωμένο (Χρον. σουλτ. 13113).
[<ουσ. βάλσαμον + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- Ταριχεύω: