Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαλοτρύπα, επίθ. θηλ.
-
- (Yβριστ.) προκ. για πρόστυχη γυναίκα:
- η σφιξοτρύπα, η βαλοτρύπα (Σπανός A 237).
[<αόρ. των βάζω - βάνω + ουσ. τρύπα]
- (Yβριστ.) προκ. για πρόστυχη γυναίκα: