Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλλίστρα η [valístra] Ο25 : πολεμικό όπλο που εκσφενδόνιζε βλήματα (βέλη, πέτρες, ακόντια).
[λόγ. < μσν. βαλλίστρα αντδ. < υστλατ. ballist(r)a < αρχ. βάλλω `ρίχνω΄]