Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαλβολίνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαλβολίνη η [valvolíni] Ο30 (συχνά πληθ.) : ονομασία ορυκτελαίου που χρησιμοποιείται ως λιπαντικό μηχανών: Άλλαξα τις βαλβολίνες στο αυτοκίνητό μου. || (επέκτ.) κάθε παρόμοιο λιπαντικό λάδι.

[λόγ. < ιταλ. valvo l(ina) -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες