Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαλβολίνη η [valvolíni] Ο30 (συχνά πληθ.) : ονομασία ορυκτελαίου που χρησιμοποιείται ως λιπαντικό μηχανών: Άλλαξα τις βαλβολίνες στο αυτοκίνητό μου. || (επέκτ.) κάθε παρόμοιο λιπαντικό λάδι.
[λόγ. < ιταλ. valvo l(ina) -ίνη]