Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βακτηριολογικός -ή -ό [vaktiriolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη βακτηριολογία.
[λόγ. < γαλλ. bactériologique < bactériolog(ie) = βακτηριολογ(ία) -ique = -ικός]