Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βακτηρίδιο το [vaktiríδio] Ο40 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) φυτικός ή ζωικός μικροοργανισμός που ζει παρασιτικά· βακτήριο.
[λόγ. < ελνστ. βακτηρίδιον υποκορ. του αρχ. βακτήρ(ιον) -ίδιον (δες στο βακτήριο)]