Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βακελίτης ο [vakelítis] Ο10 : σκληρή πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται ως μονωτικό καθώς και για την κατασκευή διάφορων τμημάτων σε αντικείμενα οικιακής συνήθ. χρήσης.
[λόγ. < γερμ. Bakelit (ή μέσω του γαλλ. Bakélite) σήμα κατατ. < ανθρωπων. Baekel(and) (Βέλγος χημικός) -it = -ίτης (ορθογρ. δαν.)]