Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βακαλάος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βακαλάος ο [vakaláos] Ο18 : (λόγ.) μπακαλιάρος.

[λόγ. < ισπαν. bacalao (δες στο μπακαλιάρος) (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες