Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βακέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βακέτα η [vakéta] Ο25 : χοντρό κατεργασμένο δέρμα, κυρίως μικρού μοσχαριού.

[βεν. vacheta (ιταλ. vacchetta)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες