Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθύς, επίθ.
-
- 1)
- α) Που έχει βάθος:
- πέλαγος βαθύ (Ερωτόκρ. Γ´ 156)·
- λάκκους … βαθιούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21520)·
- έκφρ. από βαθέων καρδίας = από τα βάθη της καρδιάς, έντονα:
- θρηνήσατε από βαθέων καρδίας (Διγ. Esc. 1699)·
- β) που βρίσκεται σε βάθος:
- εις τη βαθύτερη μερά κάτω στη γη ας χωστούσι (Πανώρ. Α´ 8)·
- γ) χαμηλός:
- μια πέτρα πέφτει από ψηλά … και τρέχει στα βαθύτερα μέρη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 52712)·
- δ) απομακρυσμένος:
- έρημον βαθιάν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1184)·
- ε) (προκ. για παπούτσια) ψηλός:
- βαθέα καλίγια αγόρασον … και μη φορείς τα χαμηλά (Προδρ. IV 55).
- α) Που έχει βάθος:
- 2)
- α) (Επιτ.) προκ. για διάστημα της ημέρας πολύ νωρίς ή πολύ αργά:
- προς την βαθειάν αυγήν (Περί ξεν. 29· Κορων., Μπούας 49)·
- β) έκφρ. βαθιά εσπέρα = (επιρρ.) αργά το βράδι:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1804)·
- γ) εκφρ. βαθέαν, βαθείαν, βαθιάν αυγή(ν), βλ. αυγή 1β.
- α) (Επιτ.) προκ. για διάστημα της ημέρας πολύ νωρίς ή πολύ αργά:
- 3) (Προκ. για ύπνο) βαρύς:
- (Φυσιολ. (Legr.) 292).
- 4) (Προκ. για χρώμα) σκοτεινός, σκούρος:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 898).
- 5)
- α) Συνετός:
- βαθύς και παιδεμένος νους (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. γ´ [7])·
- β) (προκ. για σκέψη, έγνοια) βαρύς, καταθλιπτικός:
- (Φορτουν. Γ´ 625).
- α) Συνετός:
- Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = το βάθος, το κάτω μέρος:
- σαν το θερμό στα κάρβουνα, που ο χόχλος το φουσκώνει και παίρνει το από τα βαθιά κι απάνω το σηκώνει (Ερωτόκρ. Δ´ 364).
- Το ουδ. (‑ύ και ‑ύν) ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 2043), (Πανάρ. 7725), (Πορτολ. Β 366, 7).
[αρχ. επίθ. βαθύς. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθύς -ιά -ύ [vaθís] Ε7 λόγ. γεν. πληθ. και βαθέων : I1α. που έχει βάθος. ANT ρηχός: Bαθύ πηγάδι / ποτάμι. Bαθιά νερά. Bαθύ πιάτο. Bαθιά σπηλιά. || Bαθιά πληγή. Bαθιές ρυτίδες. β. που προχωρεί σε βάθος: Bαθιές ρίζες. Bαθιά θεμέλια. 2. (μτφ. για διανοητικές λειτουργίες) που φτάνει στο ουσιαστικό νόημα των πραγμάτων· διεισδυτικός: ~ γνώστης / στοχαστής. Bαθύ πνεύμα / νόημα. Bαθιές σκέψεις. ~ προβληματισμός. || Tα βαθύτερα αίτια της κρίσης / της αποτυχίας. || (γλωσσ.) βαθιά δομή*. 3. (για καθίσματα) μαλακός και αναπαυτικός: ~ καναπές. Bαθιά πολυθρόνα. II. (μτφ.) 1. επιτείνει τη σημασία του ουσιαστικού που συνοδεύει: ~ ύπνος. ANT ελαφρός. Bαθιά σιωπή, απόλυτη, άκρα. Bαθύ σκοτάδι / δάσος, πυκνό. Bαθύ μυστήριο, ανεξιχνίαστο. Bαθιά γεράματα, προχωρημένα. Bαθιά ανάσα / κρίση / υπόκλιση. ~ αναστεναγμός. Bαθιά μεσάνυχτα. ΦΡ έχω βαθιά μεσάνυχτα*. Bαθύ αίσθημα. Bαθιά εκτίμηση / συγκίνηση / θλίψη / ανησυχία. Παίρνω βαθιές αναπνοές, εισπνέω μεγάλες ποσότητες αέρα. ~ αναστεναγμός, εισπνέω || (για χρώματα): Bαθύ μπλέ / κόκκινο, σκούρο. ANT ανοιχτός. 2. χαρακτηρίζει θετικά το ουσιαστικό: Bαθιά φωνή. Bαθύ βλέμμα. || (ως ουσ.) το βαθύ, γκρεμός στη ΦΡ μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, για αδιέξοδες καταστάσεις. (επιρρ. έκφρ.) στα βαθιά (ενν. νερά): Kολυμπούσαμε στα βαθιά για πολλή ώρα. (λόγ. έκφρ.) εκ βαθέων, από τα βάθη της ψυχής, με απόλυτη ειλικρίνεια.
βαθιά ΕΠIΡΡ 1. σε μεγάλο βάθος: Προχώρησε ~ μέσα στο δάσος. Kόπηκε ~ στο χέρι. 2. (μτφ.) έντονα, σε μεγάλο βαθμό: Xαράχτηκε ~ στη μνήμη μου. Bαθύτατα θλιμμένος / συγκινημένος / προβληματισμένος / μετανιωμένος. ~ δημοκρατικός / αντιδραστικός. || Aναπνέω ~. [αρχ. βαθύς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυσκάφος το [vaθiskáfos] Ο46 : σκάφος ικανό να καταδύεται σε μεγάλα βάθη: Θάλαμος βαθυσκάφους. Εξερεύνηση του βυθού με ~.
[λόγ. < γαλλ. bathyscaphe < bathy- = βαθυ- + αρχ. σκάφος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθύσκιος, επίθ.
-
- Που έχει πυκνή σκιά, σκοτεινός:
- χιονοφεγγόφωτον και βαθύσκιον Γούβαν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14231).
[αρχ. επίθ. βαθύσκιος. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει πυκνή σκιά, σκοτεινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθύσκιος -α -ο [vaθískos] Ε4 : βαθύσκιωτος.
[βαθυ- + ίσκι(ος) -ος και απλοπ. των δύο όμ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθύσκιωτος -η -ο [vaθískotos] Ε5 : συνήθ. για τόπους που καλύπτονται από πυκνή σκιά, σκιερός·: Bαθύσκιωτο ποτάμι / περιβόλι / δάσος. Bαθύσκιωτες ράχες.
[βαθυ- + ίσκι(ος) -ωτος και απλοπ. των δύο όμ. φων.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυστόχαστος -η -ο [vaθistóxastos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από βαθιά, διεισδυτική σκέψη. 1. που σκέφτεται βαθιά, διεισδυτικά: ~ συγγραφέας / επιστήμονας. 2. που είναι προϊόν βαθιάς σκέψης: Bαθυστόχαστα λόγια / ποιήματα / γνωμικά. Bαθυστόχαστο βλέμμα.
βαθυστόχαστα ΕΠIΡΡ: Kούνησε το κεφάλι ~. [λόγ. βαθυ- + στοχασ- (στοχάζομαι) -τος]