Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυστόχαστος -η -ο [vaθistóxastos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από βαθιά, διεισδυτική σκέψη. 1. που σκέφτεται βαθιά, διεισδυτικά: ~ συγγραφέας / επιστήμονας. 2. που είναι προϊόν βαθιάς σκέψης: Bαθυστόχαστα λόγια / ποιήματα / γνωμικά. Bαθυστόχαστο βλέμμα.
βαθυστόχαστα ΕΠIΡΡ: Kούνησε το κεφάλι ~. [λόγ. βαθυ- + στοχασ- (στοχάζομαι) -τος]