Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυ- [vaθi] & βαθύ- [vaθí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) βαθιο- [vaθ
o] & βαθιό- [vaθ ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. βαθύς ως α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. προσδίδει την έννοια του βάθους στο β' συνθετικό: βαθύρριζος, ~χάρακτος· βαθύπεδο. || ~σκάφος, σκάφος ειδικό για μεγάλα βάθη. || βαθιόριζος. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από τη σκούρα, σκοτεινή απόχρωση του χρώματος που συνήθ. εκφράζει το β' συνθετικό: ~γάλανος, ~κόκκινος, ~πράσινος, ~πόρφυρος, βαθύχρωμος. || βαθιογάλαζος. 3α. επιτείνει τα χαρακτηριστικά της ιδιότητας, κατάστασης κτλ. που εκφράζει το β' συνθετικό: βαθύπλουτος, ~σέβαστος. β. προσδίδει την έννοια της πυκνότητας, της αφθονίας στο β' συνθετικό: βαθύδεντρος, βαθύσκιωτος, βαθύμαλλος. γ. προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια της εμβρίθειας, της βαθιάς και σοβαρής σκέψης: βαθύγνωμος, ~στόχαστος· ~γνωμία. || βαθιονόητος. [αρχ. βαθ(υ)- & λόγ. < αρχ. βαθ(υ)- θ. του επιθ. βαθύ(ς) ως α' συνθ.: αρχ. βαθύ-ρριζος, βαθύ-πλουτος & λόγ. < διεθ. bathy- < αρχ. βαθυ-: βαθυ-σκάφος < γαλλ. bathy scaphe· βαθιο-: βαθύ(ς) -ο-: βαθιό-ριζος (σύγκρ. λαϊκό τ. βαθιός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυγάλαζος -η -ο [vaθiγálazos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλάζιο χρώμα.
[βαθυ- + γαλάζ(ιος) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυγάλανος -η -ο [vaθiγálanos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο γαλανό χρώμα.
[βαθυ- + γαλαν(ός) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυκόκκινος -η -ο [vaθikókinos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο κόκκινο χρώμα.
[βαθυ- + κόκκινος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθυλογημένος, μτχ. επίθ.
-
- Βαθυστόχαστος, βυθισμένος σε σκέψεις(;):
- (Ριμ. Απολλων. [1308]).
[μτχ. παρκ. του βαθυλογέω (12. αι., LBG· απ. και σήμ. ιδιωμ., ΙΛ, ‑ώ) ως επίθ.]
- Βαθυστόχαστος, βυθισμένος σε σκέψεις(;):
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθυλός, επίθ.,
- βλ. βαθουλός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθύπεδο το [vaθípeδo] Ο41 : 1. πεδιάδα που βρίσκεται πιο χαμηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT υψίπεδο: Tα βαθύπεδα της Ολλανδίας. 2. βαθιά πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. < αρχ. επίθ. βαθύπεδος `με βαθιά πεδιάδα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθύπλουτος -η -ο [vaθíplutos] Ε5 : που είναι πολύ πλούσιος· ζάπλουτος: Bαθύπλουτοι επιχειρηματίες / έμποροι.
[λόγ. < αρχ. βαθύπλουτος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθυπνιά η.
-
- Βαθύς ύπνος:
- έριξεν ο Κύριος ο Θεός βαθυπνιά ιπί τον άνθρωπο κι εκοιμήθην (Πεντ. Γέν. II 21).
[<επίθ. βαθύς + ουσ. ύπνος]
- Βαθύς ύπνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθυπράσινος -η -ο [vaθiprásinos] Ε5 : που έχει βαθύ, σκούρο πράσινο χρώμα.
[βαθυ- + πράσινος]