Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθουλός, επίθ.· βαθυλός.
-
- α) Λίγο βαθύς:
- εκάναν λάκκους βαθυλούς (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2882)·
- β) που έχει βαθούλωμα:
- τόπους ραγισμένους και βαθουλούς, οπού τους άνοιξεν ο σεισμός (Ιερόθ. Αββ. 333).
[<επίθ. βαθύς + κατάλ. ‑ουλός. Ο τ. στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- α) Λίγο βαθύς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθουλός -ή -ό [vaθulós] Ε1 : 1. που είναι κάπως βαθύς. ANT ρηχός: Bαθουλό πιάτο / ταψί. 2. που σχηματίζει κάποιο κοίλωμα.
[μσν. βαθουλός < βαθ(ύς) -ουλός]