Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθουλωτός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθουλωτός -ή -ό [vaθulotós] Ε1 : που είναι βαθουλός: Bαθουλωτά μάτια, που έχουν βαθιές κόγχες.

[βαθουλ(ός) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες