Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθμολογώ [vaθmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. αξιολογώ (συνήθ. με αριθμούς) μια επίδοση με βάση ορισμένα κριτήρια: Kαθηγητές που βαθμολογούν αυστηρά. Δε βαθμολογήθηκαν ακόμα τα γραπτά των εξετάσεων. H νίκη βαθμολογείται με τρεις βαθμούς. ~ αυστηρά / δίκαια. 2. (παθ.) για κτ. που έχει υποδιαιρέσεις: Ο δείκτης πλησίασε στο μέσο της βαθμολογημένης κλίμακας.
[λόγ. βαθμ(ός) -ο- + -λογώ απόδ. γαλλ. grader]