Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθμηδόν [vaθmiδón] επίρρ. χρον., τροπ. : (λόγ.) με συνεχή και σταθερό ρυθμό, χωρίς απότομες αυξομειώσεις, λίγο λίγο, σιγά σιγά: Ο καιρός ~ θα βελτιωθεί. H κατάσταση του αρρώστου ~ καλυτερεύει.
[λόγ. < ελνστ. βαθμηδόν, αρχ. σημ.: `βήμα βήμα΄]