Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαθμίδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαθμίδα η [vaθmíδa] Ο26 : 1. (λόγ.) το σκαλοπάτι. 2. θέση σε κλιμακωτά ιεραρχημένο σύστημα: Kατώτερη / μέση / ανώτερη / ανώτατη ~ υπαλληλικής / εκκλησιαστικής / στρατιωτικής / κοινωνικής ιεραρχίας. Έγιναν αλλαγές στην ανώτατη ~ της εκπαίδευσης. Kαθηγητής πρώτης βαθμίδας. || (μουσ.) καθένας από τους φθόγγους της διατονικής μουσικής κλίμακας. || (γεωλ.) υποδιαίρεση γεωλογικής σειράς πετρωμάτων.

[λόγ.: 1: αρχ. βαθμίς, αιτ. -ίδα `κατώφλι, βάση΄· 2: σημδ. γαλλ. grade]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες