Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαθαίνω [vaθéno] Ρ7.4α : 1. κάνω κτ. βαθύτερο: Σκάβουν με τις φαγάνες για να βαθύνουν τον πυθμένα του λιμανιού. || (μτφ.): Οι νέοι βαθαίνουν την κριτική τους στο κοινωνικό κατεστημένο, την κάνουν πιο ουσιαστική. 2. γίνομαι βαθύς, βαθύτερος: Tα νερά βάθυναν απότομα. || (μτφ.): Tα χρώματα βαθαίνουν, σκουραίνουν. || Bαθαίνει η κρίση του καπιταλισμού σήμερα, οξύνεται. Έχει βαθύνει το χάσμα των γενεών, έχει μεγαλώσει. 3. (μτφ.) προχωρώ, εισδύω πιο βαθιά, εμβαθύνω: Είναι ανάγκη να βαθύνουμε στη σκέψη των σύγχρονων φιλοσόφων.
[αρχ. βαθ(ύνω) μεταπλ. -αίνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαθαίνω.
-
- Α´ (Μτβ.) κάνω κ. βαθύ (σκάβοντας):
- Οι κατεργάροι εσκάφτανε τους λάκκους κι εβαθαίνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31413).
- Β´ (Αμτβ., μεταφ. προκ. για μάτια) γίνομαι βαθύς, βαθουλωτός:
- τα μάτια του τα έμορφα … εβαθύναν (Θησ. Δ´ [282]).
[<αρχ. βαθύνω. Η λ. στο Βλάχ. (‑ένω) και σήμ.]
- Α´ (Μτβ.) κάνω κ. βαθύ (σκάβοντας):