Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαζελίνη η [vazelíni] Ο30 : λιπαρή ουσία, υποπροϊόν του πετρελαίου, που χρησιμοποιείται: α. στη φαρμακευτική ως αλοιφή. β. ως λιπαντικό.
[λόγ. < γαλλ. vasel(ine) & ιταλ. vasel(ina) -ίνη]