Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βαγονέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαγονέτο το [vaγonéto] Ο39 : μικρό, ανοιχτό όχημα που κινείται σε σιδηροτροχιές ή σε συρματόσκοινα και χρησιμοποιείται σε υπόγειες, χερσαίες ή εναέριες μεταφορές (σε ορυχεία, λατομεία, εργοστάσια κτλ.): H μεταφορά του μεταλλεύματος στο λιμάνι γίνεται με βαγονέτα. || Φούρνος / ντουλάπι (κουζίνας) ~, συρόμενη κατασκευή από μέταλλο ή πλαστικό.

[ιταλ. vagonetto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go