Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαβούρα η [vavúra] Ο25α : (προφ.) ενοχλητικός θόρυβος, βοή, φασαρία: Πάμε να φύγουμε, εδώ έχει μεγάλη ~.
[μσν. βαβούρα, ηχομιμ., ίσως < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα (ηχομιμ., προφ. [bab] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβούρα η.
-
- 1) Οχλοβοή, θόρυβος, φασαρία:
- (Ερωτόκρ. Β´ 1517)·
- Με τη βαβούρα την πολλή και κτύπους των αρμάτω (Ερωτόκρ. Δ´ 1007· Αποκ. Θεοτ. II 45).
- 2) Βούισμα, ζάλη:
- η κοπανιά μες ’ς τσ’ ομυαλούς βαβούρα τως εφήκε (Ερωτόκρ. Β´ 1786).
[λ. ηχοπ.· πβ. βαβάζω (Ησύχ.), βαβίζω, κ.ά. (Καλογεράς 1975: 179, 190), αλλά και μεσν. λατ. baburra (Du Cange, Lat., λ. ‑us)]
- 1) Οχλοβοή, θόρυβος, φασαρία: